Τι
ειρωνεία.
Την ώρα
που ανακατεύεις τα πίτουρα της Ιστορίας, ψάχνοντας να ταιριάξεις τους
μικρούς-μικρούς σου μύθους, τους μύθους που με μόχθο πολύ για χρόνια έχτισες,
που με υπομονή και μέθοδο συντήρησες, την ώρα τούτη, να ξυπνά μέσα σου η
Ιστορία, να σηκώνει το θεόρατο της χέρι και να σου ραπίζει το μάγουλο, δυνατά,
τόσο δυνατά, πιο δυνατά, στοργικά, πατρικά να σ’ αγκαλιάζει, η Ιστορία, η Πρώτη
Ιστορία, αυτή που γράφτηκε με αίμα ανθρώπινο –όχι με μελάνι στα χαρτιά, η
Ιστορία την ώρα που έγινε, όχι μετά, η Ιστορία όπως φυτεύτηκε στο χώμα, όπως
φύτρωσε, όπως θέριεψε, όπως έβγαλε καρπούς, όπως την σμίλεψαν άνθρωποι απλοί,
Άνθρωποι με χέρια, με πόδια, με πρόσωπο, με χίλια-δύο βάσανα, με πόθους και
οράματα, με φαμίλιες, με φόβους και τρέμουλα χίλια, αυτοί ‘ναι που πίστεψαν και
ξεσηκώθηκαν, αυτοί ‘ναι που πήραν τ’ άρματα, αυτοί οι λίγοι που αρνήθηκαν να
σκύψουν, αυτοί που περπάτησαν «στα σκοτεινά» χέρι-χέρι με τον ίσκιο τους, που
έφυγαν όπως έζησαν, σιωπηλά, χωρίς πομπές και επιτροπές, χωρίς κραυγές, χωρίς
υστερόβουλα, έτσι απλά, χωρίς χλαμύδες, δίχως ίσως, αυτοί έγραψαν την αλφαβήτα,
το πρώτο βιβλίο και το παρέδωσαν στους νιότερους «να μάθουν», πως έτσι αρχινάει
η Ιστορία, μα το βιβλίο τους χάθηκε, ξεχάστηκε, αφέθηκε να ξεχαστεί, σκορπίστηκε
στα πέρα, πολύ μακριά, μπερδεύτηκε μες τα κιτάπια, βούλιαξε στην αμνημοσύνη, μέχρι
που αλλάχθηκε, που παραλλάχθηκε, που έγινε αλλιώς, μια μπασταρδεμένη νεοκοπιά, μαγειρεύτηκε
και στρώθηκε σαν ορεκτικό στο Μεγάλο Δείπνο καλοζωϊσμένων αρχόντων, που την
οσμίζονται και την ξεκοιλιάζουν, τρώνε τις σάρκες της και ψάχνουν την Ψυχή της,
μα δεν μπορούν, δεν μπορούν να την βρουν και παθιάζονται πιότερο, θυμώνουν και
οργίζονται, την κομματιάζουν ξανά, ξανά, ξανά, ξεθάβουν τα κόκκαλα, γεμίζουν τη
χύτρα, κτίζουν ψεύτικα είδωλα, ξεσκονίζουν τα παλιά παραμύθια και απαγγέλλουν
το νέο «Πιστεύω», μα δεν μπορούν, δεν μπορούν να αλλάξουν τον αστείρευτο νόημα,
την αλήθεια, (μια είναι η Αλήθεια, πανάθεμα με), δεν μπορούν, γιατί ετούτη η
Ιστορία δεν είναι γραμμένη στα βιβλία, είναι σμιλεμένη στις καρδιές των
ανθρώπων, μα δεν το πιστεύουν, αλλιώς τα έπλασαν, αλλιώς τα μέτρησαν με τη
μεζούρα τους, αλλιώς ήταν τα πράματα στο νου τους, για τούτο διαλαλούν πως θα
ξαναρθούν, παντού το διαλαλούν, θα ξαναρθούν, μέχρι να μακρύνει το γράμμα, να
γίνει «νέο», μέχρι να κοντύνει η μνήμη.
…μέχρι
που μια απλωσιά σιωπής σκεπάζει τις κραυγές τους. Είναι η Ιστορία, η Πρώτη
Ιστορία, όπως την έγραψαν άνθρωποι απλοί. Και τούτο δεν αλλάζει.
|