aixmes.com

Η απόφαση του Δικαστηρίου Εκτύπωση E-mail
21.03.09

 

 

Το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας εξέδωσε χθες την απόφασή του στην υπόθεση που καταχωρήθηκε εναντίον δέκα συνολικά προσώπων, όλα μέλη της Αστυνομικής Δύναμης Κύπρου, για διάφορα αδικήματα σε βάρος δύο πολιτών. Το κατηγορητήριο συμπεριελάμβανε αριθμό κατηγοριών, μεταξύ των οποίων για τα αδικήματα της σκληρής, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης, επίθεση με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης, όπως επίσης αδικήματα που αναφέρονται σε παράλειψη αποτροπής κακουργήματος και παραμέληση υπηρεσιακού καθήκοντος.

 

Βασικό θέμα που εξέτασε το Κακουργιοδικειο στην απόφασή του ήταν η αυθεντικότητα της ταινίας η οποία κατατέθηκε από την Κατηγορούσα Αρχή για απόδειξη των κατηγοριών εναντίον των κατηγορουμένων και η οποία, σύμφωνα με τη θέση της Κατηγορούσας Αρχής, απεικόνιζε το μεγαλύτερο μέρος του επίδικου επεισοδίου της κακοποίησης. Επισημαίνεται εδώ ότι στο Δικαστήριο δεν ήρθε να καταθέσει ο παραγωγός της εν λόγω ταινίας, γιατί σύμφωνα με τους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν διακατεχόταν από φόβο. Η μόνη μαρτυρία που κατατέθηκε προς απόδειξη της αυθεντικότητας της ταινίας ήταν αυτή δύο εμπειρογνωμόνων. Το Δικαστήριο κατέληξε ότι δεν έχει πεισθεί ότι οι μέθοδοι που εφάρμοσαν οι εμπειρογνώμονες ήταν ικανές για να αποδείξουν την αυθεντικότητα της ταινίας. Μεταξύ άλλων, το Δικαστήριο επεσήμανε ότι στα ίδια τα συμπεράσματα του ενός από τους δύο εμπειρογνώμονες δεν υπήρχε ο απαραίτητος βαθμός βεβαιότητας που χρειάζεται σε ποινικές υποθέσεις και ότι αυτό οφείλετο στο γεγονός ότι εφαρμόστηκαν κατά βάση καινούργιες τεχνικές σε έναν τομέα ο οποίος είναι συνεχώς υπό εξέλιξη. Επίσης επισημάνθηκε ότι δεδομένου ότι υπήρξε αμφισβήτηση της αποτελεσματικότητας των μεθόδων που είχαν χρησιμοποιηθεί από τους εμπειρογνώμονες θα έπρεπε να προσαχθεί μαρτυρία, κάτι το οποίο δεν είχε γίνει.

 

Όσον αφορά τη δήλωση του άγνωστου παραγωγού της εν λόγω ταινίας, για το ότι αυτή είναι αυθεντική και η οποία μεταφέρθηκε μέσω των δύο μαρτύρων κατηγορίας, Πέτρου Κληρίδη και Σαββάκη Νικολαΐδη, κρίθηκε ότι η αποδοχή της θα παραβίαζε τη διεξαγωγή της δίκαιης δίκης και ότι δεν θα εξυπηρετείτο η ορθή απονομή της δικαιοσύνης.

 

Λήφθηκε υπόψη ότι ο ισχυρισμός του άγνωστου παραγωγού ότι φοβόταν να έρθει να καταθέσει ήταν υποκειμενικός, δεν υποστηρίζετο από οποιαδήποτε συγκεκριμένη μαρτυρία η οποία θα μπορούσε να είναι αντικείμενο διερεύνησης από το ίδιο το Δικαστήριο. Τονίστηκε συγκεκριμένα ότι δεν είχε προταθεί οποιαδήποτε άλλη σχετική μαρτυρία η οποία αντικειμενικά κρινόμενη να δικαιολογεί την παραμονή του εν λόγω προσώπου στην ανωνυμία και συγχρόνως ο ισχυρισμός του αναφορικά με την αυθεντικότητα της ταινίας να μπορεί να γίνει αποδεκτός ως μαρτυρία στην υπόθεση αυτή.

 

Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω κατάληξης του Κακουργιοδικείου και της μη αποδοχής της ταινίας ως αυθεντικής το Δικαστήριο θεώρησε ότι δεν ήταν πλέον δυνατόν το ίδιο να δει τις διάφορες σκηνές κακοποίησης που καταγράφονταν σε αυτή και που φέρεται να αφορούσαν το επίδικο επεισόδιο ή να αναγνωρίσει ενδεχομένως το ίδιο κάποιους αν όχι και όλους τους κατηγορούμενους ως ενεχόμενους στα αδικήματα για τα οποία κατηγορούνται. Περαιτέρω, όλες οι περιγραφές σκηνών βίαιης ή μη συμπεριφοράς και οι αναγνωρίσεις κατηγορουμένων στις οποίες προέβησαν μέσω της ταινίας ή παραγώγων της οι δύο παραπονούμενοι και οι μάρτυρες, συγκεκριμένα αξιωματικοί της Αστυνομίας, κατέστησαν άνευ αντικειμένου.

 

Ανεξάρτητα από την πιο πάνω κατάληξη το Δικαστήριο ασχολήθηκε και με τη μαρτυρία που προσκομίστηκε αναφορικά με τις αναγνωρίσεις που έγιναν μέσω της πιο πάνω αναφερόμενης ταινίας για να καταλήξει ότι η αναγνώριση που έγινε από τους αξιωματικούς της Αστυνομίας δεν τηρούσε τα απαραίτητα εχέγγυα ορθής και δίκαιης διαδικασίας και ότι έπασχε σε βαθμό που να απορριφθεί στην ολότητα της. Τονίστηκε, συγκεκριμένα, ότι στο πλαίσιο της όλης διαδικασίας που αφορούσε την αναγνώριση υπήρχαν τέτοιοι παράγοντες οι οποίοι έδρασαν υπονομευτικά όσον αφορά την ορθότητα, τη διαφάνεια και την αντικειμενικότητα της διεξαχθείσας διαδικασίας με αποτέλεσμα να επηρεάσουν ουσιωδώς αρνητικά την ποιότητα της μαρτυρίας αναγνώρισης και να καταστεί η εν λόγω μαρτυρία επισφαλής και άρα μη αξιόπιστη. Τέτοιοι παράγοντες ήταν, ανάμεσα σε άλλα, το γεγονός ότι οι αξιωματικοί που κλήθηκαν να προβούν σε αναγνώριση είχαν συγκεκριμένη και ήδη γνωστή κατεύθυνση ως προς τα άτομα που θα αναγνώριζαν, ότι προηγήθηκαν της αναγνώρισης κάποιου είδους απειλές και άσκηση έμμεσης πίεσης στη συνείδηση των αξιωματικών να προβούν σε αναγνωρίσεις, όπως επίσης και ο τρόπος που διεξήχθη η αναγνώριση, δηλαδή η προβολή της ταινίας σε αίθουσα όπου υπήρχε μεγάλος αριθμός αξιωματικών, όπου ήταν πρακτικά αδύνατο να επικρατεί η απαιτούμενη ησυχία και ευταξία που επέβαλλε η περίπτωση.

 

Όσον αφορά τη μαρτυρία των παραπονουμενων για την αναγνώριση των κατηγορουμένων ως δραστών στο επίδικο επεισόδιο κακοποίησης τους κρίθηκε ότι η για πρώτη φορά αναγνώρισή τους στο εδώλιο του κατηγορούμενου ενώ διεξαγόταν η δίκη δεν είχε τα στοιχεία του αυθορμητισμού και της αντικειμενικότητας που θα αναμενόταν να έχει μια τέτοια μαρτυρία. Για το ζήτημα αυτό τονίστηκε συγκεκριμένα ότι ο κίνδυνος αδικίας λόγω της εφαρμογής της πιο πάνω μεθόδου είναι ακόμα πιο εμφανής με δεδομένο ότι η ταυτόχρονη προβολή της ταινίας σαφώς συνιστούσε καθοδήγηση των παραπονουμένων ενώ κατέθεταν τη μαρτυρία τους, ως προς τις απαντήσεις τις οποίες έπρεπε να δώσουν τόσο σε σχέση με την αναγνώριση των κατηγορουμένων όσο και σε σχέση με τα διαδραματισθέντα κατά το επεισόδιο.

 

Το Δικαστήριο εξετάζοντας το σύνολο της προσαχθείσας μαρτυρίας έκρινε ότι υπήρξε κακοποίηση σε βάρος των δύο παραπονουμενων τέτοιας μορφής η οποία να εμπίπτει στο αδίκημα της σκληρής, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης. Το ζητούμενο όμως που ήταν η διαπίστωση της ταυτότητας των δραστών δεν κατέστη δυνατόν να αποδειχθεί εν όψει των γενικών αναφορών των παραπονουμένων για περιγραφές κακοποίησής τους που βασικά παρέπεμπαν στα διάφορα περιστατικά και στη φύση της κακοποίησης που είχαν υποστεί καθόλη τη διάρκεια του επεισοδίου. Το Δικαστήριο οδηγήθηκε στο εν λόγω συμπέρασμα τόσο εν όψει της μη αποδοχής της ταινίας όσο και από το γεγονός ότι η υπόλοιπη μαρτυρία που προσφέρθηκε από τους παραπονουμένους δεν ήταν δυνατόν να απομονωθεί από τις αναφορές που γίνονταν με βάση το περιεχόμενο της ταινίας. Η κατάληξη του Δικαστηρίου στο ζήτημα αυτό ήταν ότι δεν υπήρχε μια σαφής εικόνα από τη μαρτυρία των παράπονουμένων όσον αφορά το πότε, υπό ποιες περιστάσεις και από ποιον εκδηλώνονταν τα διάφορα περιστατικά βίας εναντίον τους, ώστε να μπορούν να εξαχθούν οποιαδήποτε ευρήματα.

 

Ένας πρόσθετος λόγος που οδήγησε στην απόρριψη της υπόθεσης εναντίον των κατηγορουμένων ήταν και η δυσμενής δημοσιότητα που δόθηκε σε αυτή από την έναρξη της ποινικής έρευνας μέχρι και το στάδιο που η υπόθεση οδηγήθηκε στο Δικαστήριο αλλά και κατά τη διάρκεια της εκδίκασης της υπόθεσης. Λήφθηκαν υπόψη για το σκοπό αυτό 361 δημοσιεύματα από διάφορες εφημερίδες που κάλυπταν την επίδικη περίοδο, η δημοσιοποίηση της έκθεσης της Επιτρόπου Διοικήσεως και διάφορες δηλώσεις που έγιναν κατά καιρούς από πολιτειακούς, κρατικούς και πολιτικούς αξιωματούχους οι οποίες είχαν μεταδοθεί από διάφορα μέσα μαζικής ενημέρωσης.

 

Επίσης, λήφθηκε ιδιαίτερα υπόψη η ταινία μικρού μήκους η οποία ευρίσκετο στην κατοχή καθημερινής εφημερίδας και στην ιστοσελίδα της με αποτέλεσμα να την παρακολουθήσουν ένας πολύ μεγάλος αριθμός ατόμων.Ταυτόχρονα επισημάνθηκε ότι η ίδια ταινία είχε προβληθεί και μέσω των τηλεοπτικών καναλιών με αποτέλεσμα να υπάρχει ακόμα μεγαλύτερη δημοσιοποίησή της.

 

Το Δικαστήριο, εξετάζοντας και παραθέτοντας ενδεικτικά κάποια από τα πιο πάνω δημοσιεύματα έκρινε ότι είχαμε γίνει μάρτυρες όλοι ενός ευρείας κλίμακος και διάρκειας προπηλακισμού των κατηγορουμένων από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Κρίθηκε συγκεκριμένα ότι η επίδραση των εν λόγω δημοσιευμάτων έτεινε να κλονίσει την πίστη της κοινωνίας όσον αφορά την αποτελεσματικότητα της δικαιοσύνης, εφόσον προδιέγραφαν από την αρχή την πορεία και το αποτέλεσμα της δίκης όσον αφορά τον κοινό αναγνώστη. Αντίθετη απόφαση θα ήταν απαράδεκτη και θα ερχόταν σε αντίθεση με το διαμορφωθέν περί δικαίου αίσθημα του κοινού όσον αφορά την παρούσα υπόθεση.Το Κακουργιοδικείο τόνισε ότι αν συγκεκριμένοι κατηγορούμενοι υπέχουν ή όχι ποινική ευθύνη για αδικήματα για τα οποία κατηγορούνται, αρμόδιο να αποφασίσει είναι μόνο το Δικαστήριο. Η απόδοση σ’ αυτούς ποινικής ευθύνης με τον τρόπο που έχει στην προκειμένη περίπτωση συμβεί από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης με την εμπέδωση ανάλογου αισθήματος έναντι των κατηγορουμένων από το κοινό είναι απαράδεκτη σε μια ευνομούμενη κοινωνία. Τονίστηκε ότι αυτό αποτελεί σοβαρή παρέμβαση στο έργο της δικαιοσύνης και προκαταλαμβάνει το αποτέλεσμα της δίκης. Συγχρόνως ότι αποτελεί σφετερισμό της δικαστικής εξουσίας και περιφρόνηση του Δικαστηρίου.

 Καταλήγοντας το Δικαστήριο σε σχέση με το πιο πάνω θέμα, ενώ δεν παρέλειψε να εκφράσει την ανησυχία του για το επίδικο επεισόδιο που επεσυνέβη στις 20.12.2005 με θύματα τους δύο παραπονούμενους και θύτες μέλη της Αστυνομίας, τόνισε ότι για ό,τι έχει συμβεί στους παραπονούμενους εναπόκειται στη δικαστική εξουσία να διαπιστώσει την ποινική ευθύνη καθενός από τους κατηγορούμενους για τα αδικήματα που αντιμετωπίζουν. Αυτό δε απαρέγκλιτα γίνεται στη βάση θεσμοθετημένων διαδικασιών και αρχών δικαίου, ο σκοπός των οποίων είναι ακριβώς η προστασία των βασικών ελευθεριών και ουσιωδών δικαιωμάτων του κάθε πολίτη που περιλαμβάνουν και το τεκμήριο της αθωότητας.

 

 

* Επίσημη περίληψη της απόφασης του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λευκωσίας

 

 
< Προηγ.   Επόμ. >

Το ασχετο

 

Free Πρες

 

Scripta Manent

Μη με γυρέψεις αλλού/ μονάχα εδώ να με γυρέψεις/ μόνο σε μένα. Τ. Πατρίκιος
 

Συνδεση






Ξεχάσατε τον κωδικό σας;
Δεν έχετε λογαριασμό; Εγγραφή

Who's Online

mod_vvisit_countermod_vvisit_countermod_vvisit_countermod_vvisit_countermod_vvisit_countermod_vvisit_countermod_vvisit_counter
mod_vvisit_counterToday371
mod_vvisit_counterYesterday579
mod_vvisit_counterThis week1772

Στατιστικα

Μέλη: 2
Νέα: 1659
Σύνδεσμοι: 28

surveyor

Τοπογραφικές αποτυπώσεις - χαράξεις

99304487 & 99955491

έκπτωση 15% στα μέλη

Joomla Templates by JoomlaShack