Η ΕΟΚΑ όταν ήμουν παιδί
01.04.08

Από όσο καιρό θυμάμαι τον εαυτό μου να παλεύει σε τούτο τον κόσμο, ο παππούς ήταν πάντα σημείο αναφοράς. Ο παππούς που δεν γνώρισα. Ο άνθρωπος που έσβησε ένα Οκτώβρη πολλά χρόνια προτού γεννηθώ κάπου στα βουνά.

Πάντα τον έβλεπα να μου κρυφοχαμογελά και να με κοιτάει κάπως περίεργα μέσα από εκείνη την μαυρόασπρη φωτογραφία, με τα λοχιόσημα στα μπράτσα -σήμα κι' αυτά ενός παλιού πολέμου. Άκουγα τις ιστορίες των μεγάλων, άκουγα πιότερες κάθε που 'χε επέτειο, μα 'κείνες που κράτουσα ήταν οι κουβέντες που λέγονταν πέρα-δώθε τις υπόλοιπες μέρες του χρόνου. 

Ήταν οι ιστορίες ενός ανθρώπου σαν όλους τους ανθρώπους. Ενός ανθρώπου, ίδιου, ολοίδιου με άλλους ανθρώπους. Με τις έγνοιες του, τα ζα και τα χωράφια του, τις ιστορίες του απ' τον μεγάλο πόλεμο, τα πειράγματα στους καφενέδες, τη γυναίκα που παντρεύτηκε, την μοναχοκόρη... Και 'γω κάθε που τις άκουγα, μάζευα τα καινούργια ρωτήματα και τον ρώταγα:

"Γιατί πήρες τα βουνά και άφησες μόνη τη γιαγιά με μωρό παιδί; Γιατί κιντύνεψες; Δεν φοβήθηκες; Δεν σου έλειψε η οικογένεια σου; Που κοιμόσουν τον χειμώνα; Τι έτρωγες; Τι όπλο είχες; Τι θα γινόταν αν ζούσες σήμερα; Γιατί πέθανες; Γιατί, γιατί, γιατί...;", ρώταγα. Μα απόκριση δεν έπαιρνα. Μονάχα, με κοίταζε με εκείνο το βλέμμα. Και σώπαγε. Σώπαγα και 'γω μαζί του.

Και κρυφοχαμογελούσα. Ήξερα. Και ας ήμουνα παιδί. Κάθε που τον ρώταγα, κάτι μέσα μου φούντωνε. Ήταν το αίστημα της λευτεριάς. Της λευτεριάς ενός ανθρώπου. Ενός ανθρώπου φτιαγμένου από πηλό.

Τότες, ένιωθα πέρφανος που ήμουνα άντρας. Που ήμουνα αίμα του. Που ήταν εκεί και με κοίταζε. Και τον καμάρωνα. Γιατί ήτανε λεύτερος.

Να 'σαι καλά παππού.

χόρχε


(Στην Παγίδα, 1/4/2008)