Ο καφενές
09.06.09

ΔΕΝ υπάρχει, θαρρώ, χωριό στην Κύπρο με περισσότερους από… δύο κατοίκους που να μην έχει τον καφενέ του. Αν οι κάτοικοι είναι πάνω από δέκα, είναι πολύ πιθανό στο χωριό να υπάρχουν δύο και τρεις καφενέδες.  Ακόμα και σε χωριά που μαραζώνουν, ο καφενές-σύμβολο αντιστέκεται, αποτελεί ένα τελευταία προπύργια απέναντι στην αστυφιλία. Είναι πιο πιθανό στη μικρή κοινότητα των δέκα-είκοσι-τριάντα νοματαίων να μην υπάρχει παπάς, αλλά καφετζής, έστω και part-time, θα βρεθεί! Να ανάψει το «πουτζιάκι» όπως το έλεγαν οι παλιοί, να βάλει νερό στο μπρίκι, να ψήσει το καφέ.

 

Με τα χρόνια οι καφενέδες άλλαξαν μάστρους, γέμισε ραγάδες το κορμί τους, άλλοι κρατήθηκαν, άλλοι πάλι δεν άντεξαν στις λαβωματιές του χρόνου και πέθαναν. Ακόμη και αυτοί που γεννήθηκαν μετά, το πάλεψαν, προσπάθησαν να κρατήσουν ζωντανό το κρίκο της συνέχειας, να συντηρήσουν τον άγραφτο μύθο μιας ιστορίας που απλώνει τις ρίζες της στα σοκάκια του χρόνου. 


Στους παλαιότερους  καφενέδες κρέμονται ακόμη κάτι ασπρόμαυρα εικονίσματα. Κρέμονται κάτι τσακισμένες φωτογραφίες εποχών που φαντάζουν να είναι τόσο πολύ μακρινές, τόσο αντίθετες με τα σημερινά χρώματα, μα ώρες-ώρες, μοιάζουν και τόσο κοντινές. Μαρτυρούν το πέρασμα της ζωής σε καιρούς δύσκολους, τις θυσίες που έγιναν, τους  ηγέτες που εμπιστεύτηκαν όταν το αίμα κόχλαζε. Μαρτυρούν τη γραμμή που κάποτε τραβήχτηκε στην άμμο και ήρθαν άλλοι και έσπειραν. Την έκαναν πέτρωμα, βράχο ολάκερο. 
Αν είχαν λαλιά αυτοί οι καφενέδες θα είχαμε πολλά να μάθουμε. Σε τούτες τις απόμερες γωνιές γράφτηκε ένα μέρος της ιστορίας του τόπου μας. Αν είχαν λαλιά θα μας έλεγαν για τον πολιτευτή που πέρασε από εκεί, που κάθισε σαν θνητός με τους συγχωριανούς, που τους μίλησε σε πρώτο πρόσωπο, που τους σκλάβωσε με την απλοσύνη και τη μεγάλη του καρδιά. Θα μας έλεγαν πόσο πολύ παλεύει να τους σώσει από τους «άλλους», τις θυσίες που δεν θα πάνε χαμένες, τα έργα που θα κάνει αν τον διαλέξουν αυτόν και όχι «εκείνον». Θα μας έλεγαν για τις μεγάλες αλήθειες που άκουσαν και τα πολλά ψέματα που έζησαν.
Και όσο θα μας μιλούσαν, θα ξανάναβαν το πουτζιάκι, να ψήσουν ακόμα δύο καφέδες. Ένα της παρηγοριάς. Και ακόμα ένα για καλό ξύπνημα.

ΥΓ: «Οι Ρωμιοί μαθαίνουν το καλό, κάνοντας κακό στον εαυτό τους».