Η λησμονιά που ξέχασε ο χρόνος
26.02.08

Αγαπημένο μου ημερολόγιο,

Πέμπτη βράδυ, σε μια γωνιά, περιμένοντας. Περιμένοντας μια φίλη. 13 χρόνια μετά. 13 χρόνια ριγμένα στη λησμονιά, χαμένα στο χθες, δυο ζωές σε δρόμους χώρια. 13 χρόνια μετά, περιμένοντας το συναπάντημα.

(«Και αν δεν έρθει;»… Δεν μπορεί. Το ξέρεις. Θα ‘ρθει. Μα ακόμα δεν φάνηκε. Μην κουράζεσαι. Δεν έχει άλλο δρόμο από ‘δω. Το ξέρεις καλά) .

Το ξέρει και αυτή. Που ‘ρχεται. Πατάει στην άβυσσο, πόντο-πόντο, και μοιάζουν τα βήματα δρόμος μακρύς, δρόμος ατέλειωτος.

Θέλεις να τρέξεις. Να την αγκαλιάσεις. Να της πεις πόσο σου έλειψε, να την ακούσεις, να ακούσεις την φωνή της, να ρουφήξεις το δάκρυ της, να μαζέψεις σπόρο-σπόρο όλο το χθες, να το κοινωνήσεις, να κοιτάξεις αντίκρυ, να μεθύσεις και να ευφρανθείς.

Παλεύεις να χωρέσεις όλα αυτά που δεν έζησες, να τα κάνεις αστραπή, κομπόδεμα μες την καρδιά. Παλεύεις να μείνεις. Να μην γυρνάς στο χθες, να μην γνοιάζεσαι για τ’ αύριο, μονάχα το τώρα, αυτό που έμεινε, αυτό που υπάρχει, αυτό είναι που ‘χει σημασία πιότερη και είναι εκεί. Βλέπεις το πρόσωπο, βλέπεις τις λέξεις να ανασταίνονται, δεν τις προφταίνεις, δεν σ’ αρκούν.

Μάτια βουρκώνουν, άλλοτε γελάνε, άλλοτε μιλάνε στ’ άπειρο, μαρτυράνε αλήθειες. Αλήθειες που δεν χάθηκαν, που δεν τις λησμόνησε ο χρόνος. Μαρτυράνε τις λέξεις που γράφτηκαν στο χώμα, που βγάλανε ρίζες, ρίζες βαθιές, γίνανε δέντρα, θεριά ολάκερα, να πολεμάνε στη λησμονιά.

Μα ‘συ παλεύεις. Παλεύεις με θεριά. Παλεύεις μες το κλειστό δωμάτιο…

Και ‘γω παλεύω να σε ζήσω. Και λυτρώνομαι. Όταν ζω.

ζ.μ.