Ο αποχαιρετισμός (αποσπάσματα)
03.03.08

Του Γιάννη Ρίτσου

(Αφιερωμένο στον Γρηγόρη Αυξεντίου ο οποίος σαν σήμερα έγινε ολοκαύτωμα στο κρησφύγετο του στον Μαχαιρά)

(Ο Γρηγόρης ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ αποκλεισμένος στη σπηλιά της Μονής Μαχαιρά ).

Τέλειωσαν πια τα ψέματα - δικά μας και ξένα. Η φωτιά η παντάνασσα πλησιάζει. Δεν μπορείς πια να ξεχωρίσεις αν καίγεται σκοίνος ή φτέρη ή θυμάρι. Η φωτιά πλησιάζει.Κι όμως πρέπει να προφτάσω να ξεχωρίσω,

Να δω, να υπολογίσω, να σκεφτώ - ( για ποιόν; Για μένα; Για τους άλλους; ) Πρέπει. Μου χρειάζεται πριν απ' το θάνατό μου μια ύστατη γνώση, η γνώση του θανάτου μου, για να μπορέσω να πεθάνω. (...)

(...) Πίσω και πλάι και πάνω, το φράγμα της πέτρας, μπροστά ένας μικρός ή ο ατελείωτος θάνατος, στη μέση (στη μέση;) εγώ. Τι είναι ένας άνθρωπος κλεισμένος στη φωτιά και στην πέτρα, που η μόνη του διέξοδος :

Ένας τμηματικός θάνατος ; Πρέπει να τον γνωρίσω. Δεν προφταίνω.

Ίσως και να μπορούσα να γλιτώσω. Ίσως μπορούσα ν' αντέξω την καταφρόνια ή την συγγνώμη ή την λησμονιά των άλλων. Όμως εγώ θα μπορούσα να λησμονήσω το φως που ονειρευτήκαμε μαζί; Κείνο το μέγα καρδιοχτύπι της σημαίας μας; Θα μπορούσα να βολευτώ στον ίσκιο μιας γωνιάς με σταυρωμένα τα χέρια γύρω στα σταυρωμένα γόνατα σα μνησίκακη, μεμψίμοιρη ή αμέτοχη αράχνη που πλέκει μόνο με το σάλιο της τα δίχτυα της; (...)

(...) Είμαι 29 μόλις χρονώ και το μόνο που ξέρω είναι πως θέλω να ζήσω. Δεν πρόφτασα ακόμη να σκεφτώ, μια και δεν πρόφτασα να ζήσω. Μες στη μάχη τι να σκεφτείς; Δεν πρόφτασα. Μου χρειάζεται, τουλάχιστο, τούτη η ολόκληρη στιγμή μου για να ζήσω ολόκληρος. Θυμάμαι-.

Ήταν άνοιξη τότες. Καθόμασταν άκρη - άκρη στο λιμάνι της Αμμόχωστος,

Και ξέρω τώρα-δεν τόξερα - τότες - ήταν όμορφη η ζωή, ( κ' είναι, κ' ίσως πιο όμορφη πάντα - όλο πιο όμορφη γίνεται - τη φτιάχνουμε)

ήταν όμορφα τα στάχυα, τα κίτρα, τ' αμπέλια, τα σπίτια, οι γυναίκες, τα καΐκια - όμορφα πούπαιζαν οι ανταύγειες του νερού στα πλευρά των καραβιών - όμορφες κ' οι σκιές των καραβιών μες στο νερό. Σκιές γλάρων περνούσαν πάνω απ' την προκυμαία, πάνω απ' τα στρογγυλά τραπεζάκια του υπαίθριου καφενείου με τα φλιτζάνια του καφέ, κ' έτσι όπως κουβεντιάζαμε, τρεις παλιόφιλοι, δίχως ν' ανασηκώνουμε καθόλου το κεφάλι νιώθαμε πως οι γλάροι ήταν απάνω μας και πίναμε μαζί με τον καφέ κάτι απ' τη φευγαλέα σκιά των γλάρων, μια γέψη απλοχωριάς, φιλίας κ' ελευθερίας. (...)

(...) Ποτέ δε θα μπορούσα να πιστέψω πως η στενότητα μιας σπηλιάς μπορούσε να έχει τόση ευρυχωρία, μπορούσε να χωρέσει την πατρίδα με τις ελιές της, τ' ακρογιάλια της, τα βάσανά της, με τα καΐκια της μ' ολάνοιχτα πανιά στον αντρίκιον αγέρα της, τον κόσμο με τα φλάμπουρά του, τα όνειρά του, τις καμπάνες του, και τα μικρά αγριόχορτα. Ανασαίνω, μέσα σ' αυτό το πέτρινο τούνελ που η έξοδός του είναι το ίδιο το στόμιο του ήλιου. Το ξέρω : από δω, κατευθείαν, θα περάσω νεκρός μες στον κόσμο. Μην κλαίτε. Και ξέρω τώρα, όσο ποτέ, Πως είναι δυνατή η ελευθερία. Γεια σας. (...) (...) Όλο σας αποχαιρετώ κι ακόμα μένω. Ναι, η πιο μεγάλη πράξη της ζωής μας είναι η απόφαση του θανάτου μας,Όταν υπάρχει κάποια διέξοδος όταν μπορείς και να τον αποφύγεις, και συ τον διαλέγειςσαν τιμή και σα χρέος για τους άλλους, πιο πέρα απ' τις ανάγκες σου.Όποιος μπορεί να νικήσει μια στιγμή τη ζωή τουΝικάει και το θάνατο. Τόμαθα. (...) (...) Τα πάντα είναι ανύπαρχτα πριν τα σκεφτείς και πριν τα πράξεις. Όχι μονάχα να τα σκεφτείς, ή μονάχα να τα πράξεις, μα να τα πράξεις και να τα σκεφτείς μαζί.Και σεις, αδέρφια μου, πολύ με βοηθήσατε.( Κανένας δεν υπάρχει μόνος χωρίς τη βοήθεια του άλλου. ) Εσύ που θα κλάψεις για το θάνατό μου με βοήθησες να πεθάνω με το κεφάλι ψηλά εσύ που θα πάρεις το ντουφέκι μου να εκδικηθείς το θάνατό μουΜε βοήθησες να πεθάνω ευτυχισμένος για σένα και για μένα. Με βοήθησαν κι αυτοί που πέσανε πριν από μένα.Όπως και γω θα σας βοηθήσω. Τούτη η ώρα δεν είναι για καυχησιές και ηρωισμούς,όταν βρίσκεσαι κατάφατσα με το θάνατο,και σας το λέω απλά, σα να στρίβω το τιμόνι του αμαξιού μου μιαν ανοιξιάτικη μέρα για ν' αποφύγω μια σύγκρουση μ΄ ένα κάρο που το οδηγάει ένας ατζαμής χωριάτης ή για να μη χτυπήσω ένα παιδί που παίζει ανύποπτο στη λιακάδα ή ακόμα, ναι, ( και τούτη η τρυφερότητα δεν είναι αταίριαστησ' έναν άντρα που πρόκειται να πεθάνει )για να μη λιώσω ένα αγριολούλουδο που πήγε το μπαστάρδικο και φύτρωσε καταμεσίς στη δημοσιάαθώο-αθώο και γαλανό σαν το μισόκλειστο ματάκι της πλάσης - ναι, τόσο απλά μπορώ να σας το πω, σα να στρίβω το τιμόνι του αμαξιού μου :

" Τ' αληθινό μπόι του ανθρώπου μετριέται πάντα με το μέτρο της λευτεριάς ". Τίποτ' άλλο. Γεια σας.(...)

(...) Κι όπως τράβηξα πάλι με χαμηλωμένα τα δυο φώτα μου( γιατί έφεγγε ακόμα ) ένιωθα ν' ανεβαίνω με τα' αμάξι μου, μαζί και ο μέγας κάμπος της Μεσαορίας βαθύς και σιωπηλός, αχνισμένος απ' το αργό φεγγαρόφωτο, ένιωθα ν' ανεβαίνω ίσα στον ουρανό κ' ένιωθα το φεγγάρι που με χτύπησε κατάστηθα ολόδροσο,σάμπως χρυσό κωνσταντινάτο το φεγγάρι κρεμασμένο μ' ένα σπάγκο απ' το λαιμό μου, να με δροσίζει τη καρδιά και λίγο - λίγο να ζεσταίνεται και ν' αχνίζει στον κόρφο μου. Κι έλεγα :δε φτάνει το τραπέζι, μήτε κάμποσος παράς στην τσέπη, μήτε το ψωμί και το φιλί - ο άνθρωπος είναι πιο τρανόςαπ' την καθημερνή την έγνοια του.Κ' έλεγα πάλι που ο άνθρωπος αρχίζει την έγνοια του για το ψωμί κι όλο τραβάει πιο πέρα απ' τη σκλαβιά του από σκλαβιά σε σκλαβιά, από ξεσκλάβωμα σε ξεσκλάβωμα, απ' το ξεσκλάβωμα της πατρίδας στο ξεσκλάβωμα του κόσμου ώσπου να νιώσει, μπαίνοντας ίσα στον ουρανό, ν' αχνίζει το φεγγάρι στον κόρφο του, ώσπου να κλάψει μια νύχτα από αγάπη για όλο τον κόσμο. Έτσι άφησα σ' ένα χαντάκι τ' αμάξι μου.Πήρα τ' όπλο. Κι ανέβηκα στο βουνό. Έτσι βρέθηκα σε τούτη τη σπηλιά που το στόμιό της βλέπει ολόισα τον ήλιο. Το στρογγυλό της στόμιο είναι ο ίδιος ο ήλιοςπου θα τον νιώσω πάλι δροσερό, καθώς θα με περνάνε,( όπως κείνη τη νύχτα το φεγγάρι ) - θα τον νιώσω δροσερό κωνσταντινάτο να μου δροσίζει το καμένο στήθος, κ' έτσι λίγο - λίγο να ζεσταίνεται ο ήλιος και ν' αχνίζει στον κόρφο μας.

Γεια σας.

( Όλες οι καμπάνες της Γης σήμαναν μεμιάς. Όλα τα ανθρώπινα μέτωπα ψηλά. Όλες οι καρδιές μεσίστιες. Στο χωριό Λύση, ανάμεσα Λευκωσία κι Αμμόχωστος, η μάνα του έσφιξε το μαύρο της τσεμπέρι κάτου απ' το δυνατό σαγόνι της κ' είπε ακριβώς τα λόγια που περίμενε ο γιος της : " Είμαι πέρφανη. Κάλλιο μια φούχτα τιμημένη στάχτη, παρά γονατισμένος ο λεβέντης μου ". Ο πατέρας του πάλι, σαν πήγε στο στρατιωτικό νοσοκομείο της Λευκωσίας, αναγνώρισε το καμένο παιδί του απ΄ τις χοντρές ελληνικές κοκάλες του κι από κείνο το χρυσό κωνσταντινάτο που άχνιζε στον κόρφο του και στον κόρφο του κόσμου. )

Α Θ Η Ν Α . 5 Ε Ω Σ 2 5 Μ Α Ρ Τ Ι Ο Υ 1 9 5 7